ριβοζονουκλεϊκός

ριβοζονουκλεϊκός
-ή, -ό, Ν
(βιοχ.) φρ. «ριβοζονουκλεϊκό οξύ» — το ριβονουκλεϊκό οξύ ή, σε συντομογραφία, RNΑ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”